Η θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια είναι μία αυτοάνοση νόσος που επηρεάζει τους μύες και το λιπώδη ιστό που περιβάλλουν τον οφθαλμό στην οστέϊνη κογχική κοιλότητα.
Συγκεκριμένα προκαλεί σταδιακό οίδημα και τελικά ουλοποίηση των ιστών αυτών με αποτέλεσμα περιορισμό της κίνησης του οφθαλμού και διπλωπία, οίδημα βλεφάρων, πρόπτωση του οφθαλμού και σε προχωρημένες μορφές συμπίεση του ματιού μέσα στον κόγχο λόγω της συμφόρησης, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την όραση. Ενώ συνήθως σχετίζεται με ανώμαλη λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα (συνήθως υπερθυρεοειδισμό), μπορεί να εμφανιστεί και σε φυσιολογική θυρεοειδική λειτουργία. Αφορά και τα δύο μάτια και εμφανίζεται συχνότερα σε γυναίκες.
Η θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια έχει τρεις μορφές: την ήπια, την ενδιάμεση και την προχωρημένη. Στην ήπια μορφή της συχνά δεν διαγιγνώσκεται σωστά με αποτέλεσμα να χάνεται πολύτιμος χρόνος στην αντιμετώπισή της.
Η νόσος έχει δύο κύριες φάσεις: την ενεργή και την ήρεμη (burnt out) που χαρακτηρίζεται από σχηματισμό ουλώδους ιστού. Οι ασθενείς με ενεργή νόσο πρέπει άμεσα να εξεταστούν από οφθαλμίατρο εξειδικευμένο στην οφθαλμοπλαστική καθώς και από ενδοκρινολόγο. Οι ασθενείς στην τελική ήρεμη φάση έχουν υποστεί σημαντική παραμόρφωση των χαρακτηριστικών του προσώπου τους και η θεραπεία σε αυτό το στάδιο στοχεύει στην αποκατάσταση της εμφάνισης του ασθενούς αλλά και στην βελτίωση της λειτουργίας των οφθαλμών με επέμβαση στους μύες που τους κινούν.