Ο ιδιοπαθής βλεφαρόσπασμος χαρακτηρίζεται από υπερλειτουργία και μη ελεγχόμενη σύσπαση των μυών των βλεφάρων και στα δύο μάτια.

Προκαλεί συχνό και γρήγορο κλείσιμο των ματιών συνοδευόμενο συχνά από την λεγόμενη ‘απραξία των βλεφάρων’ δηλαδή την αδυναμία να ανοίξει ο ασθενής τα μάτια του. Εμφανίζεται σε ηλικίες άνω των 50 ετών, επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα ζωής και στο 30% των ασθενών αφορά και άλλους μυς του προσώπου προκαλώντας μη ελεγχόμενες κινήσεις του στόματος, της γλώσσας και του λαιμού.

Συχνές ερωτήσεις και πληροφορίες σχετικά με τον Βλεφαρόσπασμο

Tι προκαλεί το βλεφαρόσπασμο?

Τα αίτια του βλεφαρόσπασμου είναι πολύπλοκα. Υπάρχει γενετική προδιάθεση και συχνά ασθενείς αναφέρουν τη πάθηση στο οικογενειακό τους ιστορικό. Η ξηροφθαλμία και η βλεφαρίτιδα, καταστάσεις που ερεθίζουν την οφθαλμική επιφάνεια, προκαλούν αντανακλαστικό βλεφαρισμό και επιδεινώνουν τον βλεφαρόσπασμο.

Είναι πολύ σημαντικό να διαφοροδιαγνωσθούν καταστάσεις που μπορεί να προκαλούν παρόμοια συμπτώματα αλλά έχουν τελείως διαφορετική αιτία από το βλεφαρόσπασμο. Ο σπασμός ημιπροσώπου χαρακτηρίζεται από μονόπλευρους κλονικούς σπασμούς συνήθως στην αριστερή πλευρά του προσώπου και εμφανίζεται ακόμα και σε νεότερους ασθενείς και συχνότερα σε γυναίκες. Είναι σημαντικό ο ιατρός να διαγνώσει την κατάσταση αυτή καθώς μπορεί να οφείλεται σε συμπίεση του προσωπικού νεύρου από κάποιο αγγείο ή μπορεί να οφείλεται σε άλλες αιτίες όπως όγκους, λοιμώξεις κλπ.

Η κλινική εξέταση περιλαμβάνει έλεγχο στη σχισμοειδή λυχνία, εξέταση της ποιότητας και της ποσότητας των παραγόμενων δακρύων καθώς και εξέταση για τυχόν ύπαρξη θυρεοειδοπάθειας ή συνδρόμου Sjogren.

Πώς αντιμετωπίζεται ο βλεφαρόσπασμος?

Το πρώτο βήμα στην αντιμετώπιση του βλέφαρόσπασμου είναι η αντιμετώπιση της ξηροφθαλμίας και της φλεγμονής της οφθαλμικής επιφάνειας. Αυτό γίνεται με χορήγηση τεχνητών δακρύων και αντιφλεγμονωδών κολλυρίων. 

Το επόμενο βήμα είναι η ένεση της βοτουλινικής τοξίνης στους μύες που βρίσκονται σε σπασμό. Η θεραπεία με βοτουλινική τοξίνη πρέπει να εξατομικεύεται στις ανάγκες του κάθε ασθενή ξεχωριστά καθώς υπάρχουν μεγάλες παραλλαγές σπασμών από ασθενή σε ασθενή. Η δράση της τοξίνης κρατάει έως 3 μήνες και η δοσολογία προσαρμόζεται με βάση την αποτελεσματικότητά της. Η θεραπεία ανακουφίζει σε σημαντικό βαθμό τα συμπτώματα του μεγαλύτερου ποσοστού των ασθενών. 

Συμπληρωματικά στη θεραπεία με βοτουλινική τοξίνη, υπάρχει η δυνατότητα χειρουργικής αφαίρεσης και αποδυνάμωσης του σφιγκτήρα μυ των βλεφάρων που εμφανίζει το σπασμό. 

Βλεφαροσπασμός